- ὠρεῖται
- ὠρέωpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ωρείται — oἱ, Α πολεμικός ασιατικός λαός που κατοικούσε στην περιοχή κοντά στον Ινδό ποταμό … Dictionary of Greek